- συρριζούμαι
- -όομαι, και σπαν. ενεργ. συρριζῶ, -όω, ΜΑ [συρριζος](κυριολ. και μτφ.) ενισχύομαι με στερεές ρίζες («οὗτος ὁ φόβος συρριζωθεὶς μεγάλα ἐργάζεται ἀγαθά», Ιωάνν. Χρυσ.)αρχ.1. έχω ενωμένες τις ρίζες με κάποιον2. ενεργ. μτφ. α) εμφυτεύωβ) ενδυναμώνω.
Dictionary of Greek. 2013.